- σαράγαρον
- σαράγαρον, τό, a kind of wagon, Edict.Diocl.15.32,36; =A rheda, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαράγαρον — τὸ, ΜΑ 1. είδος οχήματος 2. είδος τετράτροχης άμαξας … Dictionary of Greek
σαράβαλο — το, Ν 1. καθετί που βρίσκεται σε κακή κατάσταση, καθετί το παλιό, το άχρηστο ή φθαρμένο, ερείπιο («το αυτοκίνητό του είναι σκέτο σαράβαλο») 2. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ καταβεβλημένο, ιδίως ηλικιωμένο, άτομο, ραμολί, χούφταλο β) τελείως… … Dictionary of Greek